- έγκαιρος
- -η, -ο (AM ἔγκαιρος, -ον)1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, επίκαιρος2. αρμόδιος, κατάλληλοςμσν.- νεοελλ.(για καρπούς)1. ώριμος, γινωμένος2. φρέσκος («έγκαιρο σταφύλι»)3. πρόσφατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγκαιρος — timely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκαιρος — η, ο επίρρ. α και εγκαίρως 1. που συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή, ο επίκαιρος: Η έγκαιρη επέμβαση του χειρούργου. 2. (για καρπούς), που είναι στην ώρα του, ο ώριμος, ο γινωμένος: Τα σταφύλια το Σεπτέμβρη είναι έγκαιρα. 3. (για καρπούς), νωπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαιρότερον — ἔγκαιρος timely adverbial comp ἔγκαιρος timely masc acc comp sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιριώτατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg ἐγκαίριος masc acc superl sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιροτέρων — ἔγκαιρος timely fem gen comp pl ἔγκαιρος timely masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρότατα — ἔγκαιρος timely adverbial superl ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρότατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαίριον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg ἐγκαίριος masc/fem acc sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαίρως — ἔγκαιρος timely adverbial ἔγκαιρος timely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκαιρον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)